φερμάτα

φερμάτα
η, Ν
μουσ. α) σύμβολο που τίθεται πάνω από ένα φθογγόσημο ή από το σύμβολο μιας παύσης και υπαγορεύει χαλάρωση τής ρυθμικής αγωγής στην ανάγνωση και επιμήκυνση, σχεδόν ώς το διπλάσιο, τής διάρκειας που προβλέπει το αντίστοιχο φθογγόσημο ή σύμβολο παύσης
β) σύμβολο πάνω από μια διαστολή, που σημαίνει άνετη αναπνοή ανάμεσα σε δύο φράσεις ή και το τέλος μιας ενότητας
γ) σύμβολο που τίθεται στη θέση τής καντέντσας στα παλαιά κοντσέρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. fermata].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φέρματα — φέρμα that which is borne neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”